προαύλιο

προαύλιο
το
μικρή αυλή μπροστά σε κτίριο ή σπίτι κτλ.: Τα παιδιά παίζουν στο προαύλιο του σχολείου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαύλιο — το / προαύλιον, ΝΜΑ ο χώρος μπροστά από την αυλή («ἐξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε», ΚΔ) νεοελλ. η αυλή και ο χώρος μπροστά σε οικοδόμημα («το προαύλιο τού σχολείου») μσν. πληθ. τὰ προαύλια η μέρα πριν από τον γάμο, σε… …   Dictionary of Greek

  • λάρητες — (Lares). Πρόσωπα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Ήταν τα πνεύματα προστασίας ενός ορισμένου τομέα της ζωής. Στον χώρο του σπιτιού δρούσαν οι εφέστιοι Λ. (lares familiares) οι οποίοι λατρεύονταν σε μία κόγχη με την ονομασία lararium που βρισκόταν στο… …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”